ξεννοιασιά

ξεννοιασιά
η
βλ. ξενοιασιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξενοιασιά — και ξεγνοιασιά και ξεννοιασιά, η [ξενοιάζω] 1. έλλειψη φροντίδων, αμεριμνησία («η παιδική ηλικία είναι γεμάτη ξεγνοιασιά») 2. αποπεράτωση μιας εργασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”